- ἀφθόνητος
- ἀφθόνητοςa without envy
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ O. 13.25
b unstintedἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὖτος ἄγκειται O. 11.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ O. 13.25
ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὖτος ἄγκειται O. 11.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀφθόνητος — unenvied masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφθόνητος — η, ο (AM ἀφθόνητος, ον) αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων αρχ. αυτός που δεν φθονεί, ο μη φθονερός … Dictionary of Greek
αφθόνητος — η, ο αυτός που δεν τον φθονούν, που είναι ανάξιος για να τον φθονήσουν: Τέτοια πλούτη είναι αφθόνητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφθονήτως — ἀφθόνητος unenvied adverbial ἀφθόνητος unenvied masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνητον — ἀφθόνητος unenvied masc/fem acc sg ἀφθόνητος unenvied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονήτου — ἀφθόνητος unenvied masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνητα — ἀφθόνητος unenvied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνητε — ἀφθόνητος unenvied masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνητοι — ἀφθόνητος unenvied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)